Όταν το πάθος σε κυριεύει δεν έχει πώς ούτε γιατί.
Σε κατακλύζει, σε παρασύρει, σε συνεπαίρνει.
Σου αλλάζει κάθε συνήθεια, ανατρέπει τα δεδομένα σου,
σου ακυρώνει τα πιστεύω σου, μεταμορφώνει το εγώ σου.
Ή μάλλον καλύτερα: αποκαλύπτει το εγώ σου.
Κυριαρχεί στη σκέψη σου, κάθε στιγμή.
Παίρνει και ταξιδεύει το μυαλό σου, κάνει την έλξη ακατανίκητη.
Δεν σ’ ενδιαφέρει τίποτε άλλο.
Δε σ’ αγγίζει τίποτε άλλο.
Δε σε νοιάζει ποιος θα πληγωθεί.
Δε μπορείς να ελέγξεις τις πράξεις σου και να το δαμάσεις.
Γίνεσαι δυνατός, παράτολμος, τυχοδιώκτης, πειρατής.
Δε βλέπεις τίποτα, δεν ακούς τίποτα, δεν υπολογίζεις τίποτα.
Θέλεις μόνο να το ζήσεις.
Δυνατά. Συνέχεια. Ολοκληρωτικά. Απόλυτα.
Και τότε, τότε ακριβώς που είσαι έτοιμος να τινάξεις τα πάντα στον αέρα,
να κάνεις τις ανατροπές σου, να επαναστατήσεις,
να κυνηγήσεις το όνειρο, τη χίμαιρα,
τότε ακριβώς που είσαι αποφασισμένος για τα πάντα
και είσαι έτοιμος να βγεις από το ασφαλές κουκούλι σου,
λες και τότε όλοι οι πλανήτες του σύμπαντος
συνομωτούν εναντίον σου…
και είναι πιο ισχυροί από σένα.
Έτσι ξαφνικά έπεσες χαμηλά, πολύ χαμηλά
και έγινες πάλι ο ίδιος άνθρωπος…..ο καθημερινός.
και δε μπορώ, μόνο Καβάφης μού’ρχεται τώρα στο μυαλό…
τι να πρωτοδιαλέξω…
Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στην φωνή — και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·
πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.
ή κι αυτό:
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του.
Όσο για μένα, δε θα πάψω να βρίσκομαι μια στο σκοτάδι, μια στο φως και ν’ αναρωτιέμαι:
“….Μένω εδώ και απορώ
σ’ αυτόν το σίγουρο γκρεμό
είναι το σώμα που οδηγεί
ή η ψυχή που για να ζει,
δύσβατα παίρνει μονοπάτια…
Μ’ αυτή τη γλώσσα την τρελλή
είναι το σώμα που καλεί
ή η ψυχή που προτιμά
τα πάθη και τους πειρασμούς
και γίνεται κομμάτια…”