ήσουν…

ήσουν το πάθος μου το πιο ωραίο… ήσουν το μικρό μου σύμπαν… αλλά συρρικνώθηκες σε μια μικρή μαύρη κουκίδα. ήσουν στο κέντρο του σύμπαντός μου… αλλά εγώ ήμουν για σένα μόνο ένας μικρός δορυφόρος στην άκρη του δικού σου… ήσουν όνειρο… αλλά με ξύπνησες. ήσουν απόδραση… αλλά έγινες ανάμνηση. ήσουν φωτιά… και με έκαιγες… αλλά έσβησες. κι εγώ κουράστηκα να ρίχνω μόνη μου τα ξύλα για να συνεχίσεις να (με) καις και να παίρνω μόνο κάρβουνα. ήσουν μοναδικός… αλλά έγινες ένας απλός, συνηθισμένος, καθημερινός, κα(η)μένος άνθρωπος κι εσύ… Μείνε λοιπόν στα δικά σου, τα βολεμένα, τα σίγουρα… εγώ θα πάω […]

θέλω να μάθω…

Δεν με ενδιαφέρει τι κάνεις για να ζήσεις, θέλω να μάθω για ποιό πράγμα αναπνέεις, και αν μπορείς να ρισκάρεις για να βρείς τα όνειρα της καρδιάς. Δεν με ενδιαφέρει πόσο χρονών είσαι, θέλω να ξέρω αν ακόμα ρισκάρεις να φανείς αφελής για την αγάπη, για το όνειρο, για την περιπέτεια του να είσαι ζωντανός. Δεν θέλω να μάθω, ποιοί πλανήτες απειλούν την σελήνη σου, θέλω να μάθω αν άγγιξες το κέντρο του πόνου, αν έμεινες ανοιχτός, μετά τις απιστίες της ζωής, ή αν έκλεισες ερμητικά την καρδιά σου, από φόβο μήπως ξαναπληγωθείς. Θέλω να μάθω αν καταφέρνεις να μείνεις […]

tattoo

το μικρό μου σύμπαν όλο και συρρικνώνεται. μικραίνει κάθε μέρα, μέχρι να γίνει κουκίδα. μια τόση δα μικροσκοπική κουκίδα, άλλο ένα μικροσκοπικό tattoo στην ψυχή μου. όπως αυτές οι κουκίδες που κάνουν tattoo οι φυλακισμένοι στα δάχτυλα. ένα ακόμα τίποτα. ας πιώ λοιπόν σ’ αυτό το τίποτα. άσπρο πάτο. και το κενό σου άσπρο πάτο θα το πιω. τώρα το νιώθω να με γεμίζει πια. να με κυκλώνει και να με πνίγει. τελειώνω και μ’ αυτό…  τι κρίμα! ήσουν κι εσύ πολύ βιαστικός…

πλάνες

εμπρός λοιπόν, πέρνα και συ, όπου περάσαν κι άλλοι: στον παγωμένο θάλαμο της ασφυξίας να ζήσεις χρόνια ψάχνοντας μια χαραμάδα αέρα… και να μας λες αργότερα… πως ήσουνα για άλλα εσύ πλασμένος! πάρ’το κλειδί και άνοιξε… σε πλάνεψαν: επίχρυση είναι η πόρτα!