μια στο σκοτάδι, μια στο φώς

μια στο σκοτάδι, μια στο φώς

Εσύ θα μείνεις ουρανός, μικρό μου σύμπαν, μικρός θεός. Κι εγώ, μια στο σκοτάδι, μια στο φώς Πάντα θα μένω κάτω, εδώ, να ψάχνω ακόμα το γιατί, το πού, το πώς. Δέκα βυθίζομαι, μία πετώ Δέκα σε σκέφτομαι, μια σε μισώ σε θέλω σα ναρκωτικό, τριπάκι μου στο σώμα μου φωτιά και κεραυνό. Μένω εδώ και απορώ σ’ αυτόν το σίγουρο γκρεμό είναι το σώμα που οδηγεί ή η ψυχή που για να ζει, δύσβατα παίρνει μονοπάτια… Μ’ αυτή τη γλώσσα την τρελλή είναι το σώμα που καλεί ή η ψυχή που προτιμά τα πάθη και τους πειρασμούς και γίνεται […]

δε θέλω να γλυτώσω από τα όμορφα…

[youtube I1XJYc5bjt4] Πώς να σου πω για αυτές τις σκέψεις που σταθήκαν στο μυαλό μου, θρονιαστήκαν και φωτίσανε για λίγο τ’ όνειρό μου κι οι στιγμές χορέψανε μπροστά μου σα σκιές· άλλες ανήκαν εδώ κι άλλες χανόντουσαν στο χτες. Σκορπισμένες όλες στης ζωής το βιβλίο κι οι σελίδες οι θαμπές, τσακισμένες στα δύο να μου θυμίζουν ότι κάπου στα παλιά τα μονοπάτια είναι της μνήμης μου τα πιο όμορφα κομμάτια· αγαπημένα σαν όργανα παλιά ξεκουρδισμένα, μακριά από μένα, περασμένα ξεχασμένα, ξεμακραίνουν λίγο- λίγο μ’ ένα χρόνο σακάτη κι έτσι φουντώνει του πόνου το γινάτι. Ίσως μεγάλωσα και κάπως παραπάνω και […]

ας πονέσω…

καθώς απορούσα, κι αναρωτιώμουν τι στην ευχή κάνω εγώ εδώ, τι με κρατάει δεμένη; είμαι δεμένη ή το φαντάζομαι; αυτοπεριορίζομαι; αυτοπροστατεύομαι; κρύβομαι; φοβάμαι; βολεύομαι; λυπάμαι; ΜΕ λυπάμαι; θυμήθηκα τον Τάσο Λειβαδίτη: «ας πονέσω αν είναι, τελικά, να ξαναζωντανέψω…» και κατάλαβα πως Με έχω χάσει. Με έχω νεκρώσει. Με έχω κρύψει. Και νόμιζα ότι δεν πονάω. Ξέρεις τι ανακάλυψα όμως; Πάλι πονάω. Mουλωχτά, σιωπηλά. Tόσο σιωπηλά που ούτε που με ακούω. Oύτε εσύ, ούτε κανείς… Αλλά πονάω, αλλιώς! Γιατί ΔΕΝ είμαι ΕΓΩ! Αυτό που ζω δεν είμαι εγώ. Είμαι ένα μέρος μου. Το βολικό τμήμα μου. Το εύκολο κομμάτι μου. Αυτό […]

την πρώτη φορά

Την πρώτη φορά που γέλασαν στο βλέμμα μου, Τυφλώθηκα. Την πρώτη φορά που έδιωξαν τα χέρια μου σκέφτηκα: «τι μου χρειάζονται τα δάχτυλα;» Και τά’κοψα. Οταν για πρώτη φορά με φίμωσαν, Έχασα τη φωνή μου. Την πρώτη φορά που πίστεψα, Με σταύρωσαν κ έφαγαν την καρδιά μου! Το αίμα μου ανενόχλητο, στάλαζε από κάθε πόρο. Δέρμα, μάτια, νύχια έσταξαν αίμα. Κινούμενη αιμάτινη μάζα έγινα. Ολόκληρη μια καρδιά παλλόμενη. Τώρα δε με φοβίζουν πια. Τους έχω συνηθίσει. Την πρώτη φορά που θα ενωθώ με μένα, Για όλους εσάς, ημιτελείς ψυχές, Θα πάψω να υπάρχω.